αναθεμάτος — ο 1. ο διάβολος, ως ο κατ’ εξοχήν άξιος αναθέματος 2. το δαιμόνιο καλικάντζαρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. προήλθε από τη φράση ανάθεμά τον (πρβλ. «κάμε δουλειά καμουλειά καλειά, κακό χρόνο να χει κακοχράχει» κ.λπ.). Κατά τον Χατζιδάκι, το φαινόμενο αυτό,… … Dictionary of Greek
εύκλεια — Αρχαιοελληνική θεότητα που λατρευόταν κυρίως στην Αθήνα. Είχε κοινό ναό με την Ευνομία, χτισμένο με τα λάφυρα της μάχης του Μαραθώνα. Βωμοί και αγάλματά της υπήρχαν στη Βοιωτία, στη Λοκρίδα, στην Κόρινθο, στους Δελφούς κ.α. Στον βωμό της θυσίαζαν … Dictionary of Greek
κυβέλη — I Θεότητα της Φρυγίας και της Λυδίας κατά την αρχαιότητα, η λατρεία της οποίας εξαπλώθηκε και στον ελλαδικό χώρο. Επρόκειτο για ένα ανώτατο ον θηλυκού γένους, ένα ασιατικό αντίστοιχο της Μεγάλης Μητέρας Θεάς. Περιστοιχιζόταν από τον Ουρανό, τον… … Dictionary of Greek
πανίερος — η, ο / πανίερος, ον, ΝΜΑ πολύ ιερός, ιερότατος, αγιότατος || (νεοελλ. μσν.) (το αρσ. στον υπερθ. βαθμό) πανιερότατος και πανιερώτατος τιμητικός τίτλος που αποδίδεται κατά τις προσφωνήσεις σε μητροπολίτη ή επίσκοπο τής Ορθόδοξης Εκκλησίας, αλλ.… … Dictionary of Greek
πατρωσύνη — και πατροσύνη, ἡ, Μ [πατήρ, πατρός] η ιδιότητα τού πνευματικού πατέρα, λέξη που χρησιμοποιούσαν σε προσφωνήσεις προς επισκόπους, καθώς και ως φιλοφρονητική έκφραση («ἱκετεύω τὴν σὴν πατρωσύνην», Επιφάν.) … Dictionary of Greek
συνουσιοουσιωτής — ὁ, Μ μία από τις προσφωνήσεις τού θεού. [ΕΤΥΜΟΛ. < συνουσία + οὐσιῶ «δίνω υπόσταση, δημιουργώ»] … Dictionary of Greek
σχέτλιος — ία, ον, θηλ. και ίη και σπαν. ος, Α 1. (για πρόσ.) επίμονος, ακατάβλητος, απτόητος, συνήθως με παράλληλη σημασία τού τρομερού και τού ολέθριου (α. «σχέτλιός ἐσσι γεραιέ σὺ μὲν πόνου οὔ ποτε λήγεις», Ομ. Ιλ. β. «σχέτλιός εἰς, Ὀδυσσεῡ περί τι μένος … Dictionary of Greek
τέκνο — το / τέκνον, ΝΜΑ 1. ο γόνος, το παιδί, γιος ή κόρη, σε σχέση προς τους γονείς του (α. «το τέκνο μου το μοναχό, το κανακάρικό μου», Θυσ. Αβρ. β. «γλυκύτατόν μου τέκνον», Ακολ. Μ. Σαββ. γ. «σὺν γυναιξὶ καὶ τέκνοις», ΚΔ δ. «ἄλοχοι καὶ νήπια τέκνα»,… … Dictionary of Greek
τέκος — τὸ, Α 1. τέκνο, παιδί («Διὸς τέκος», Ομ. Ιλ.) 2. (σε φιλικές προσφωνήσεις προς νεώτερους) παιδί μου («ὦ φίλον Οἰδίπου τέκος», Αισχύλ.) 3. νεογνό ζώου («τέκος ἐλάφοιο», Ομ. Ιλ.) 4. μτφ. γέννημα, δημιούργημα («δυσσεβείας μὲν ὕβρις τέκος», Αισχύλ.)· … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… … Dictionary of Greek